κάλλια

κάλλια
επίρρ. лучше, предпочтительнее

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κάλλια" в других словарях:

  • καλλία — καλλίᾱ , καλλία fem nom/voc/acc dual καλλίᾱ , καλλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καλλίᾱ , καλλίας tame ape masc nom/voc/acc dual καλλίας tame ape masc voc sg καλλίᾱ , καλλίας tame ape masc voc sg (attic) καλλίᾱ , καλλίας tame ape… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλία — Καλλίᾱ , Καλλίης tame ape masc nom/voc/acc dual Καλλίᾱ , Καλλίης tame ape masc voc sg (attic) Καλλίᾱ , Καλλίης tame ape masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίᾳ — Καλλίᾱͅ , Καλλίης tame ape masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιά — και κάλλια και κάλλιο (Μ κάλλια και καλλιά και καλλέα) (συγκρ. βαθμός τού επίρρ. καλά, από τον συγκρ. βαθμό τού επιθ. κάλλιος*) 1. καλύτερα 2. περισσότερο 3. φρ. α) «κάλλια έχω» προτιμώ β) «για (τα) καλλιά μου, σου, του» κλπ. για το καλό μου, σου …   Dictionary of Greek

  • καλλίᾳ — καλλίαι , καλλία fem nom/voc pl καλλίᾱͅ , καλλία fem dat sg (attic doric aeolic) καλλίαι , καλλίας tame ape masc nom/voc pl καλλίᾱͅ , καλλίας tame ape masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλια — (Μ κάλλια) επίρρ. βλ. καλλιά …   Dictionary of Greek

  • Καλλιᾷ — Καλλιή fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιᾷ — καλλιάζω to be a member of the fut ind mid 2nd sg (epic) καλλιάζω to be a member of the fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλλια — Κάλλιον neut nom/voc/acc pl Καλλίης tame ape masc voc sg Καλλίης tame ape masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίας — καλλίᾱς , καλλία fem acc pl καλλίᾱς , καλλία fem gen sg (attic doric aeolic) καλλίᾱς , καλλίας tame ape masc acc pl καλλίᾱς , καλλίας tame ape masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίαι — καλλία fem nom/voc pl καλλίᾱͅ , καλλία fem dat sg (attic doric aeolic) καλλίας tame ape masc nom/voc pl καλλίᾱͅ , καλλίας tame ape masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»